Βία και προπηλακισμοί στο σχολείο της κρίσης

 

 

Βία και προπηλακισμοί στο σχολείο της κρίσης

του Νίκου Φωτόπουλου, κοινωνιολόγου   

   Το ζήτημα της βίας και του εκφοβισμού αποτελεί ένα ανησυχητικά εντεινόμενο φαινόμενο που αργά αλλά σταθερά αλλοιώνει τη φυσιογνωμία του σύγχρονου σχολείου. Κι αυτό γιατί η παρατεταμένη κοινωνική και οικονομική κρίση έχουν ήδη διαμορφώσει ευνοϊκές συνθήκες ανάπτυξης και ευδοκίμησης παρόμοιων φαινομένων.

   Πέρα από τις πολλές εννοιολογικές προσεγγίσεις, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ορισμένα βασικά σημεία, τα οποία μας δίνουν μια σαφή εικόνα τού τι εννοούμε όταν αναφερόμαστε στο φαινόμενο της ενδοσχολικής βίας και του εκφοβισμού. Πρόκειται για καταστάσεις οι οποίες εκδηλώνονται μεταξύ των μαθητών σε λεκτικό, σωματικό, ψυχολογικό και κοινωνικό επίπεδο. Οι πιο συνηθισμένες είναι οι φραστικές επιθέσεις, οι απειλές και οι προσβολές, οι χειρονομίες, οι εκβιασμοί, οι ξυλοδαρμοί, οι κλοπές και οι καταστροφές προσωπικών αντικειμένων, ο αποκλεισμός και η απομόνωση από τον κοινωνικό περίγυρο και τις παρέες, πράξεις «θυματοποίησης» των μαθητών, που μπορούν να φτάσουν μέχρι και τη σεξουαλική παρενόχληση ή την κακοποίηση, αλλά και τον εκφοβισμό ή την παρενόχληση μέσω Διαδικτύου.

   Πρόσφατες έρευνες στην Ελλάδα δείχνουν ότι 1 στους 4 μαθητές έχει υποστεί κάποια μορφή εκφοβισμού εντός του σχολικού περιβάλλοντος με συχνότητα δύο ώς τρεις φορές το μήνα ή και περισσότερο (ΕΨΥΠΕ, ΑΠΘ). Τα αγόρια κατά κανόνα εμπλέκονται σε μεγαλύτερο ποσοστό σε περιστατικά σωματικής βίας, ενώ τα κορίτσια σε μεγαλύτερα ποσοστά λεκτικής βίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά κρουσμάτων εμφανίζονται στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο, ενώ κυριαρχεί ένα γενικό κλίμα αποσιώπησης και ανοχής στο φαινόμενο, αφού μόνο οι περίπου μισοί μαθητές αναφέρουν τα συμβάντα βίας σε φίλους, εκπαιδευτικούς ή συγγενείς. Σε άλλη ευρωπαϊκή έρευνα σε έξι χώρες, με συντονιστή το «Χαμόγελο του Παιδιού»: 31,98% των ερωτηθέντων μαθητών στην Ελλάδα απάντησαν ότι έχουν πέσει θύμα σχολικού εκφοβισμού, 46% των μαθητών έχουν χτυπήσει άλλα παιδιά, 30% των μαθητών έχουν εκφοβίσει άλλα παιδιά, ενώ 36,78 % των μαθητών έχουν ζητήσει βοήθεια από φίλους για να αντιμετωπίσουν παρόμοια περιστατικά.

    Επιχειρώντας μια σύντομη ερμηνευτική προσέγγιση, τα φαινόμενα βίας και εκφοβισμού στο ελληνικό σχολείο εντείνονται σταδιακά λόγω των κοινωνικών και πολιτισμικών μεταβολών που έχουν συντελεστεί στην ελληνική κοινωνία τις τελευταίες δεκαετίες. Φαινόμενα όπως η αύξηση του βαθμού της πολυπολιτισμικότητας στις σχολικές τάξεις, οι αλλαγές στη μορφή, τη σύνθεση, τη δομή και τον τρόπο ζωής της ελληνικής οικογένειας, η διεύρυνση των κοινωνικών συγκρούσεων και των οικονομικών ανισοτήτων, η ένταση των φαινομένων φτώχειας, ανεργίας και κοινωνικού αποκλεισμού, συγκροτούν ένα ιδιαίτερα δυσμενές περιβάλλον, το οποίο συμβάλλει στην κοινωνική αλλοτρίωση, ευνοώντας την ευδοκίμηση φαινομένων βίας και διαφόρων μορφών εκφοβισμού.

    Σύμφωνα και με παλαιότερες έρευνες (ΕΚΚΕ, ΑΠΘ), το ελληνικό σχολείο αποδεικνύεται αδύναμο να παρέμβει για να αντιμετωπίσει εκείνα τα στερεότυπα που αναπαράγουν και νοηματοδοτούν τη βία, εμφανίζοντας μια «ενοχική ανοχή» σε φαινόμενα ξενοφοβίας, ρατσισμού, επιθετικότητας. Ταυτόχρονα, καθίσταται αδύναμο να διαχειριστεί καταστάσεις όπως συγκρούσεις Ελλήνων μαθητών με αλλοδαπούς και αντίστροφα, νεανικές συμμορίες με παραβατική συμπεριφορά εντός και εκτός του σχολείου, περιστατικά καθημερινής ψυχολογικής και λεκτικής βίας, εκβιασμούς στο Διαδίκτυο και προσβολές, άσκηση σωματικής βίας, ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές κ.ο.κ.

 

                                

    Είναι σαφές ότι η συνολικότερη κοινωνική αποδιοργάνωση αντανακλάται στην καθημερινότητα του σχολείου, με συνέπεια την υποβάθμιση, την αποστροφή για το σχολικό περιβάλλον, την απομάκρυνση από τις αξίες και τα ιδεώδη του σχολείου. Σε επίπεδο εκπαιδευτικής πραγματικότητας, όλες οι εκτιμήσεις τείνουν στο συμπέρασμα ότι οι συγχωνεύσεις των σχολείων, τα «σχολεία – μαμούθ», οι περισσότεροι μαθητές ανά τάξη, οι ελλείψεις σε εκπαιδευτικό προσωπικό, η απουσία εξειδικευμένων επιστημόνων, η ελλιπής επιμόρφωση, η ανυπαρξία ενταξιακών διαδικασιών των αλλοδαπών μαθητών ή μαθητών με ειδικά χαρακτηριστικά, θα συμβάλουν ενισχυτικά στη διόγκωση των φαινομένων βίας, εκφοβισμού και επιθετικότητας μέσα στο ελληνικό σχολείο. Σε συνδυασμό με την όξυνση της οικονομικής κρίσης και τις επώδυνες συνέπειές της, τη φτωχοποίηση και την εξαθλίωση μεγάλων ομάδων του πληθυσμού, το μέλλον μάλλον προβλέπεται δυσοίωνο για την καθημερινότητα του ελληνικού σχολείου.

    Είναι αναγκαίο, λοιπόν, να αναπτυχθούν τόσο η πρόληψη όσο και η άμεση ενεργοποίηση μηχανισμών παρέμβασης με στόχο την προώθηση ενός νέου αξιακού συστήματος, το οποίο θα διαπερνά τη δομή και τη λειτουργία του σχολικού περιβάλλοντος. Αξίες όπως η ετερότητα, η αλληλεγγύη, η ανεκτικότητα, η ισοτιμία, η κατανόηση της διαφοράς απαιτείται να επανατοποθετηθούν στο προσκήνιο της σχολικής ζωής σε μια προσπάθεια να επαναθεμελιωθεί ο κριτικός λόγος ενάντια στο μίσος, τη βία, την ξενοφοβία, το δογματισμό, το ρατσισμό, τους σκοταδισμούς, που εν μέσω κρίσης και αξιακής σύγχυσης δηλητηριάζουν τις σχέσεις των παιδιών και των εφήβων μας.

   Το σχολείο σήμερα, περισσότερο από ποτέ, απαιτείται να αντισταθεί σε τέτοια φαινόμενα. Παράλληλα, η πολιτεία οφείλει, εκτός από το να αναγνωρίσει το πρόβλημα, να παράσχει τα εργαλεία που απαιτούνται στους εκπαιδευτικούς, τους γονείς, αλλά και στους ίδιους τους μαθητές, για τη δραστική αντιμετώπισή του. Η ευαισθητοποίηση, η επιμόρφωση, η παιδαγωγική, επιστημονική και θεσμική στήριξη των εκπαιδευτικών, αποτελούν αναγκαίες και αυτονόητες προϋποθέσεις. Σημαντικό όμως μερίδιο ευθύνης αναλογεί στην ελληνική οικογένεια, αλλά και στους φορείς της τοπικής κοινωνίας, που οφείλουν να στηρίξουν τη λειτουργία των σχολείων και το έργο των εκπαιδευτικών.

   Ωστόσο κρίσιμο ζητούμενο παραμένει η δημιουργία ενός σχολείου που θα ενεργοποιεί την κριτική σκέψη, θα σφυρηλατεί το κοινοτικό αίσθημα, θα καλλιεργεί την ανθρωποκεντρική παιδεία, τη συλλογική συνείδηση, το δικαίωμα στο διαφορετικό, την άρνηση του μίσους και του ρατσισμού. Εν κατακλείδι, συλλογικό χρέος αποτελεί η αντίσταση στην κουλτούρα της βίας, του φόβου και της αποξένωσης μέσα στο ελληνικό σχολείο, σε μια συγκυρία κατά την οποία η ελληνική κοινωνία, εκ των πραγμάτων, οφείλει να αφυπνιστεί και να αναμετρηθεί με τα γενεσιουργά αίτια των δομικών της παθογενειών.

 

   του Νίκου Φωτόπουλου, κοινωνιολόγου –  πηγή: εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ,  24-3-2013

 

 

Στην εποχή των «γκρίκλις»

Γράφει ο Κώστας Κατσακιώρης
φιλόλογος – φροντιστής – συγγραφέας
29  /  3 /  2013

Είναι γεγονός ότι εδώ και τέσσερις χιλιάδες χρόνια σε τούτον τον τόπο μιλιέται συνεχώς και αδιαλείπτως μια γλώσσα, η Ελληνική. Είναι μια από τις  πλουσιότερες και από τις  αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο. Βέβαια, στο διάβα της μέσα στον χρόνο εξελίχθηκε και εξελίσσεται, όπως κάθε ζωντανός οργανισμός, ικανοποιώντας τις ανάγκες των καιρών. Παραμένει όμως μια ενιαία γλώσσα, που διακρίνεται για τη μαθηματική της δομή, την κυριολεξία και την ακριβολογία της. Είναι νοηματική γλώσσα, ζωντανή και εκφραστική˙ είναι εύηχη και γεμάτη μουσικότητα, όπως τη χαρακτήριζε ο Ρωμαίος ποιητής Οράτιος. Κι αυτό ακριβώς υπογραμμίζει  ο στίχος του  Νικηφόρου Βρετάκου: «Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φως, θα ελιχθώ προς τα πάνω, όπως ένα ρυάκι που μουρμουρίζει. Κι αν κάπου ανάμεσα στους γαλάζιους διαδρόμους συναντήσω αγγέλους, θα τους μιλήσω ελληνικά, επειδή δεν ξέρουνε γλώσσες μιλάνε μεταξύ τους με μουσική».

Η γλώσσα μας  και  οι  λέξεις της  έχουν  ιστορία και διάρκεια. Είναι συλλογικός καρπός των προηγουμένων γενεών. Καταγράφει και αποτυπώνει τις σκέψεις, τις ιδέες και  τις αντιλήψεις τους, δηλαδή όλα τα πολιτισμικά στοιχεία της κάθε εποχής. Είναι συνυφασμένη με την ψυχή και την ιστορική συνέχεια του  λαού μας ˙ είναι  δηλωτικό στοιχείο της εθνικής μας ταυτότητας.  Γι΄ αυτό  η  πλούσια γλωσσική μας παράδοση συνιστά ύψιστο αγαθό της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και  πολύτιμο θησαυρό. Ταυτόχρονα όμως είναι  παρακαταθήκη πολιτισμού και πηγή έμνευσης για ολόκληρη την ανθρωπότητα, αφού δάνεισε  πολλές  άλλες γλώσσες. O διαπρεπής γλωσσολόγος Francisco Adrados την αποκαλεί μητέρα των γλωσσών, ενώ αποκαλεί «κρυφοελληνικές» τις άλλες γλώσσες. «Ακόμα και σήμερα είναι ανεξάντλητη πηγή υλικών για τη δημιουργία επιστημονικών όρων» επισημαίνει το διεθνές λεξικό  Webster’ s.

Δυστυχώς, όμως, παρατηρείται στην εποχή μας από πολλούς, ομιλούντες και γράφοντες, η κακοποίησή της. Παρατηρούνται δηλαδή γλωσσικοί βαρβαρισμοί και σολοικισμοί, αδυναμίες, ελλείψεις και αστοχίες, κι αυτό το γεγονός είναι ανησυχητικό. Από την άλλη είναι πιο ανησυχητική η ευρύτατη χρήση των γκρίκλις, όπως έχει επικρατήσει να λέγεται αυτή η ιδιαίτερη ιδιόλεκτος. Πρόκειται για μια «γλωσσική σαλάτα», όπου μεταγράφονται ελληνικά κείμενα στο αγγλικό αλβάβητο και γίνεται  χρήση κατεξοχήν αγγλικών  λέξεων ή συλλαβών  και  καταλήξεων μαζί με ελληνικές. Είναι μια μυητική, κρεολική αργκό, που υιοθετείται όχι μόνο από τους  εφήβους, αλλά και από μεγαλυτέρους σε ηλικία ανθρώπους σπουδαγμένους, επιστήμονες, τεχνοκράτες. Στο σύγχρονο επικοινωνιακό περιβάλλον, στους χώρους εργασίας, στα ΜΜΕ και κυρίως στο Διαδίκτυο τα γκρίκλις κερδίζουν έδαφος. Η επικράτηση τυποποιημένων – στερεοτυπικών εκφράσεων τείνει να γίνει μόδα, ποπ κουλτούρα. Και το πιο ανησυχητικό από όλα είναι ότι αυτή η εισβολή ξένων λέξεων, κυρίως της αγγλικής, τη στιγμή που υπάρχουν ακριβέστερες και εκφραστικότερες ελληνικές λέξεις, αλλά και  η χρήση των γκρίκλις  γίνεται  με τη δική μας ανοχή και με απενοχοποιημένη συναίνεση.

Βέβαια,  πίσω απ’  αυτή τη συναίνεση μπορεί κανείς να διακρίνει ταυτόχρονα με την ξενομανία μας και τα συμπλέγματα μειονεξίας και μιμητισμού που μας χαρακτηρίζουν, τη λεξιπενία, την ελλιπή γλωσσική – ανθρωπιστική παιδεία. Οι έφηβοι συγκεκριμένα υιοθετούν τη «δική τους» αργκό, ίσως για να διαφοροποιηθούν από τις άλλες γενιές ή για λόγους επίδειξης και ψευτομοντερνισμού. Οι μεγαλύτεροι αποδέχονται τα γκρίκλις, για να καλύψουν πρωτίστως τις δικές τους γλωσσικές ανεπάρκειες. Ίσως και να τους είναι πιο βολικά, πιο ακίνδυνα μέσα στο  κοσμοπολίτικο περιβάλλον, όπου είναι ιδιαίτερα δυσχερής η διατήρηση της ιδιαίτερης ταυτότητας. Άλλωστε, στην ψηφιακή εποχή μας και  στο διεθνές περιβάλλον της εργασίας είναι κυρίαρχο το υλιστικό, τεχνοκρατικό πνεύμα και ο ιμπεριαλισμός της αγγλικής γλώσσας.

Όμως, η παραμόρφωση και  κακοποίηση της γλώσσας μας δυσχεραίνει την επικοινωνία, δημιουργεί στρεβλώσεις, που νοθεύουν τις  σχέσεις μας. Συνιστά πολιτιστική άλωση, που επιφέρει την υπαρξιακή αλλά και εθνική συρρίκνωση, γιατί η γλώσσα υπερβαίνει την τάξη του οργάνου, του εργαλείου και περνά στο επίπεδο της ηθικής, ατομικής και  κοινωνικής αξίας˙ είναι  πνευματική, νοητική διεργασία. Άλλωστε  ο  λόγος για τους αρχαίους προγόνους μας σήμαινε  σκέψη και ομιλία, μια άρρηκτη, αμφίδρομη σχέση.  Η τυποποίηση, λοιπόν, στο λόγο αναπόφευκτα συνιστά τυποποίηση της σκέψης, οδηγεί στην υποταγή της. Και η υποταγμένη σκέψη είναι ομοιόμορφη, απολίτικη, απόλυτα  χειραγωγημένη σκέψη.

Για όλους αυτούς του λόγους είναι ανάγκη να αντισταθούμε στον γλωσσικό εκφυλισμό, να κλείσουμε τις κερκόπορτες αυτής της άλωσης και τα αυτιά μας στις σειρήνες της ξενομανίας και του ψευτομοντερνισμού. Κι αυτό επιβάλλει μια πανεθνική κινητοποίηση και επαγρύπνηση όλων των πνευματικών ανθρώπων και  των πολιτιστικών φορέων με την ανάλογη ευαιασθητοποίηση και συνεπικουρία των ΜΜΕ. Προϋποθέτει ουσιαστικές εκπαιδευτικές – πολιτιστικές πρωτοβουλίες, ώστε να γίνουν κατανοητοί απ’  όλους  οι κίνδυνοι, που συνεπάγεται αυτός ο γλωσσικός εκβαρβαρισμός, και να  καλλιεργηθεί  συστηματικά ο  σεβασμός στη γλώσσα μας.

Και εννοείται βέβαια ότι σε μια τέτοια εθνική εγρήγορση ο ρόλος του σχολείου είναι και πρέπει να είναι πρωταρχικός, γιατί μπορεί να αναδείξει τη σημασία της μητρικής μας γλώσσας και να καλλιεργήσει το σεβασμό στις αρχές της επικοινωνίας. Μπορεί  να συμβάλει στην άρτια  εκμάθησή της, δηλαδή στη σωστή εφαρμογή των κανόνων της και στη γνώση του λεκτικού της πλούτου. Μπορεί και πρέπει να δώσει τη δυνατότητα στις νέες γενιές να γίνουν καλοί χειριστές του λόγου, να κυριολεκτούν και  να  ακριβολογούν. Μπορεί και πρέπει να καταδείξει ότι η γλωσσομάθεια είναι προσόν και επιτακτική ανάγκη στην παγκοσμιοποιημένη εποχή μας, αλλά  τα γκρίκλις όμως διαστρέφουν τη γλώσσα μας ˙  δεν είναι  απόδειξη γλωσσομάθειας, αλλά  γλωσσικής παραμόρφωσης.

Για να επιτύχει το σχολείο αυτόν τον μείζονα ρόλο βασική προϋπόθεση είναι η ουσιαστική αναβάθμιση των γλωσσικών μαθημάτων. Πρέπει να δοθεί έμφαση στη σωστή διαδασκαλία της αρχαίας και νέας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας, με τρόπο που να αξιοποιείται η κριτική σκέψη και να αναπτύσσονται οι διανοητικές ικανότητες των μαθητών. Να πλουτίζουν δηλαδή τον λεκτικό τους κώδικα, να μαθαίνουν να σκέπτονται και να δομούν το λόγο, ώστε να διατυπώνουν με σαφήνεια και ενάργεια τις σκέψεις  τους.

Επιβάλλεται, λοιπόν, να γίνει μια άλλη προσέγγιση της γλώσσας μας χωρίς τις ολέθριες εμμονές στη στείρα απομνημόνευση. Είναι απαράδεκτος ο τρόπος με τον οποίο επιχειρείται η διδασκαλία του μαθήματος της Έκθεσης από κάποιους, οι οποίοι παρακινούν τους μαθητές στην απομνημόνευση προλόγων, επιλόγων και ολόληρων κειμένων-εκθέσεων. Αυτό μου θυμίζει τις συνταγές μαγειρικής (δεν διαφέρουν άλλωστε και πολύ από τους  «συνταγολόγους») και δεν είναι καν διδασκαλία, είναι γλωσσική τύφλωση. Στην ουσία η Έκθεση μετατρέπεται από μάθημα πνευματικής δημιουργίας σε φορμαλιστική, τυπολατρική, μηχανιστική διαδικασία, που απωθεί, αντί να γοητεύει. Η ουσιαστική διδασκαλία προϋποθέτει διευρυμένους γνωστικούς ορίζοντες, τεχνικές και μεθόδους προβληματισμού, γόνιμη διαλεκτική προσέγγιση  και  μύηση  του μαθητή στη δημιουργική  σκέψη και γραφή.

Αλλά είναι εξίσου στρεβλός και ο τρόπος διενέργειας συγκεκριμένων τέστ αξιολόγησης στα γλωσσικά μαθήματα, γιατί συνήθως επιβραβεύονται οι μαθητές εκείνοι που απομνημονεύουν ανάλογα βοηθήματα που κυκλοφορούν ευρέως στο εμπόριο. Στην ουσία μαθαίνουν να παπαγαλίζουν από τις πρώτες μάλιστα τάξεις του Δημοτικού. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στους πανελλήνιους διαγωνισμούς (σχολικούς και άλλους) γραφής διηγήματος ή δοκιμίου ή ακόμα και  εκθέσεων για την αξιολόγηση των μαθητών, όπως για παράδειγμα γίνεται, προκειμένου να λάβουν μέρος στη Βουλή των εφήβων. Μ’ αυτόν τον τρόπο εκφυλίζονται οι ίδιοι οι θεσμοί αξιολόγησης και αριστείας, γιατί στην πράξη συχνά επιβραβεύεται όποιος αντιγράφει επιτηδευμένα ή έχει την κατάλληλη πρόσθετη βοήθεια στο σπίτι. Γι’ αυτό απαιτείται  να σπάσουμε εδώ και τώρα το απόστημα της παπαγαλίας. Αυτές οι διαδικασίες αξιολόγησης-επιβράβευσης πρέπει να γίνουν αδιάβλητες, να διενεργούνται με τη δέουσα σοβαρότητα εντός του σχολείου σε ανύποπτο χρόνο και χωρίς προειδοποίηση, ώστε να αναδεικνύονται επιτέλους όσοι  αυτενεργούν  και  αξίζουν πραγματικά την επιβράβευση.

Είναι ανάγκη να επιδιώξουμε τη μεθοδική οικείωση των μαθητών με τους δομολειτουργικούς κανόνες της γλώσσας μας, με τη σκέψη και το λόγο, με τα   ανέσπερα κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Αυτό ασφαλώς προϋποθέτει τη συγγραφή κατάλληλων σχολικών εγχειριδίων, την ουσιαστική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών σε  σύγχρονες μεθόδους διαδασκαλίας, καθώς και τη χρήση των πολυμέσων και των νέων τεχνολογιών, που σαγηνεύουν με τη δύναμη της εικόνας, εξάπτουν το ενδιαφέρον των μαθητών και δημιουργούν ιδανικές συνθήκες μάθησης.    

Αναμφίβολα, η γλώσσα μας είναι  πολύτιμο αγαθό και πρέπει να τη διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού, ιδιαίτερα στην   εποχή μας  που επιχειρείται η λοβοτομή της σκέψης και  η δημιουργία απολιτικοποιημένων όντων-καταναλωτών μέσα σε ένα πολιτισμικά ομογενοποιημένο περιβάλλον. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας και το γεγονός ότι σύμφωνα με τους γλωσσολόγους ανήκει στις γλώσσες περιορισμένης εμβέλειας, δηλαδή στις γλώσσες που μιλούν λίγα εκατομμύρια ανθρώπων στον κόσμο, τότε γίνεται αδήριτη ανάγκη η προστασία της. Είναι εθνική υπόθεση η περιφρούρηση της ιστορικής  μνήμης και  της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και  το γεγονός αυτό απαιτεί  την  προσήκουσα μέριμνα.-

 

 

Η αναγκαιότητα της υπέρβασης

Γράφει ο Κώστας Κατσακιώρης
Φιλόλογος-φροντιστής – συγγραφέας
5 / 2 / 2013
 

 

  «Ενός κακού μύρια έπονται», λέει ο σοφός  λαός. Ρήση που επιβεβαιώνεται καθημερινά,  αφού τα προβλήματα πολλαπλασιάζονται, όσο βαθαίνει η κρίση.  Η ανεργία καλπάζει κι η φτώχεια αγκαλιάζει όλο και περισσότερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Ήδη βρισκόμαστε για τα καλά στην κλίνη του προκρούστη. Από τη μια μεριά επιβάλλονται φόροι και ξανά νέοι φόροι, μέτρα λιτότητας και ξανά νέα μέτρα, περικοπές μισθών και συντάξεων  και ξανά περικοπές, που τσακίζουν προπαντός τους  μικρούς και τους αδύναμους. Από την άλλη μεριά στο όνομα της περιστολής των δαπανών αποδυναμώνεται βαθμιαία το κοινωνικό κράτος, ο τομέας της υγείας, της παιδείας, της πρόνοιας. Κοινή είναι η αίσθηση ότι όλα αυτά γίνονται πειραματικά και χωρίς οργάνωση, χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό και κάτω από την επιτακτική πίεση των δανειστών, που έτσι κι αλλιώς αυτοί αποφασίζουν. Η θεσμική παράλυση της χώρας, απόρροια κατεξοχήν της διαφθοράς του πολιτικού συστήματος, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για τη μεθοδική αναζήτηση διεξόδου.

    Έχουν γίνει άπειρες αναλύσεις – από ειδικούς και μη – για το πώς οδηγηθήκαμε στην καταστροφή, για τις ευθύνες που βαρύνουν προπαντός την εξωνημένη πολιτική ελίτ και το κομματοκρατικό, κλεπτοκρατικό σύστημα γενικότερα. Το θέμα είναι τι γίνεται τώρα; Το επέκεινα; Ο νεοέλληνας βλέπει ότι χάνει ένα – ένα τα κεκτημένα του, ότι ο τρόπος ζωής του αλλάζει άρδην. Η ψυχολογία του έπεσε κατακόρυφα. Οι καλές μέρες, οι μέρες της πλασματικής ευημερίας γίνονται ανάμνηση. Όλα ανατράπηκαν και ανατρέπονται πολύ σύντομα και αφήνουν εναργώς το αποτύπωμά τους. Εξαιρετικά δύσκολη η προσαρμογή στο νέο περιβάλλον, όταν μάλιστα γίνεται τόσο βίαια.

   Το παρόν γίνεται ζοφερό και το μέλλον εφιαλτικό. Και το χειρότερο από όλα είναι ότι δύσκολα μπορεί να διακρίνει μια αχτίδα φωτός, να αντλήσει από κάπου αισιοδοξία. Ακούμε καθημερινά δηλώσεις από τους κυβερνώντες –   μάλλον για την τόνωση των «ιθαγενών» –  που αφορούν την ανάπτυξη, τις επενδύσεις, τις προοπτικές της χώρας. Όμως δυστυχώς τίποτε για την ώρα από αυτά δεν είναι ευδιάκριτο στον ορίζοντα. Η ανεργία καλπάζει, το τέρας της γραφειοκρατίας ανέγγιχτο, η κρατική μηχανή σε παράλυση και το πολιτικό σύστημα σε ανήκεστη βλάβη. Πώς λοιπόν να σχεδιάσει κάποιος, πώς να κάνει όνειρα – ιδιαίτερα ένας νέος άνθρωπος –  για το μέλλον του χωρίς ελπίδα και προοπτική; Γι’ αυτό άλλωστε πολλοί αναγκάζονται να ξενιτευθούν. Η κρίση περνά και αφήνει πίσω της κυριολεκτικά και μεταφορικά πτώματα. Καταχνιά, παντού καταχνιά κι απογοήτευση. Τα κεφάλια χαμηλωμένα, τα πρόσωπα ταπεινωμένα και ανέκφραστα, βουβά, θλιμμένα, σκυθρωπά. Η κοινωνία  καιρό τώρα βρίσκεται στα όρια της κατάθλιψης, στην εντατική, στο ανάκλινδρο του ψυχιάτρου.

    Γι’ αυτό επειγόντως χρειάζεται ένα συλλογικό σχέδιο υπέρβασης, ένα σχέδιο για την ανασύνταξη των υγιών δυνάμεων της χώρας, το θεσμικό εκσυχρονισμό της και την πνευματική ανασυγκρότησή της. Μέσα στα πλαίσια αυτά το πρώτιστο μέλημα είναι και πρέπει να είναι η στήριξη των θεμελιωδών θεσμών, η θωράκιση της γνήσιας δημοκρατίας και της κοινωνίας γενικότερα. Είναι ανάγκη να αποβάλουμε τις χίμαιρες, τον νεοπλουτισμό, το «life styl» και τον τυφλό επαρχιωτισμό, που μας οδήγησαν σ’ αυτή την άβυσσο, και να ξαναδώσουμε ουσιαστικό περιεχόμενο στις αξίες και τις έννοιες που ποδοπατήθηκαν, να ξαναβρούμε τον εαυτό μας και την επαφή μας με την πραγματική παιδεία και την παράδοση μας. Όλα αυτά βέβαια απαιτούν το γκρέμισμα του σαθρού οικοδομήματος, που χτίστηκε στα χρόνια της μεταπολίτευσης με κίβδηλα πρότυπα, με κακέκτυπα και με ολέθριες απομιμήσεις. Η αναστήλωση των αξιών, η ανάδειξη της πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς μας και οι συλλογικές προσπάθειες με πνεύμα αλληλεγγύης μπορούν να δώσουν προοπτικές στον ρημαγμένο τόπο και να εγγυηθούν ένα καλύτερο αύριο για τις γενιές που έρχονται.

    Απαιτείται, δηλαδή, μια πολιτιστική αναγέννηση που θα προσδώσει νόημα και περιεχόμενο στις υπάρξεις μας και στις επιλογές μας. Είναι  αδήριτη ανάγκη να μείνουμε όρθιοι, αντλώντας δύναμη από ό,τι εκφράζει την ελληνική ταυτότητα, γιατί είναι σίγουρο ότι οι λαοί, όταν κρατούν ισχυρούς τους δεσμούς με τους προγόνους, όχι μόνο δεν πεθαίνουν αλλά αναγεννώνται από τις στάχτες τους. ΄Εχουμε χρέος ως κοινωνία προτάσσοντας το εθνικό συμφέρον να επενδύσουμε στη γνώση, στην γόνιμη πρωτοβουλία και στην καινοτομία, αξιοποιώντας  το πνευματικό κεφάλαιο του τόπου. Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει  να  ενισχύσουμε με πράξεις και όχι λόγια (από λόγια χορτάσαμε δεκαετίες τώρα) τον θεσμό της παρεχόμενης παιδείας,  επιδιώκοντας πρωτίστως τον ουσιαστικό εκσυχρονισμό της.

    Όμως, πολύ φοβάμαι ότι η οικονομική δυσπραγία, η ανεργία και η αναπόφευκτη λιτότητα κάνει ήδη και θα κάνει  ακόμα περισσότερο την παιδεία   πιο ταξική, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ιδιαίτερα για τις λαϊκές τάξεις και για τη χώρα. Φοβάμαι ότι οι γενναίες περικοπές στις δαπάνες για την παιδεία προοιωνίζουν δυσάρεστες εξελίξεις, που θα οδηγήσουν στη  σταδιακή απαξίωση της μόρφωσης. Κι αυτό, αν συμβεί, θα είναι ολέθριο στη σημερινή  εποχή μάλιστα που οι γνώσεις πολλαπλασιάζονται ραγδαία και που αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα η δια βίου εκπαίδευση. Η πολυπόθητη ανάπτυξη για την οποία γίνεται λόγος δεν είναι δυνατό να έλθει  με ελλειμματικό πνευματικό κεφάλαιο. Απαιτούνται γνώσεις και κατάλληλα πνευματικά εφόδια, τολμηρές,  ρηξικέλευθες ιδέες ακόμα και στον πρωτογενή τομέα παραγωγής, όπου  σχεδόν συστηματικά τα ΜΜΕ παροτρύνουν τους νέους να ασχοληθούν. Χωρίς γνώσεις ο αγρότης παραμένει καθηλωμένος ως ένας εργάτης γης, κατά το πρότυπο της δεκαετίας  του ’70,  δηλαδή δεν είναι σε θέση να αναλάβει και να παίξει το ρόλο που απαιτούν οι σημερινές συνθήκες, αυτόν του παραγωγού-μεταποιητή-επιχειρηματία, ανταποκρινόμενος με επιτυχία στις απαιτήσεις της αγοράς.   

   Η επένδυση στη γνώση και στη μόρφωση είναι κεφαλαιώδους σημασίας υπόθεση, που αφορά το μέλλον του καθενός ατομικά αλλά και του τόπου. Η απαξίωσή της θα είναι καταστροφική, θα γυρίσει τη χώρα δεκαετίες πίσω. Αυτό πρέπει να γίνει συνείδηση όλων, γονιών και μαθητών, μα προπαντός της πολιτείας, ώστε να μεριμνήσει για την αποφυγή ενός τέτοιου ενδεχομένου και να γίνει έμπρακτα αρωγός της νέας γενιάς, μιας γενιάς που δεν ευθύνεται καθόλου για όσα ήδη βιώνει και καλείται ν’ αντιμετωπίσει. Αλλιώς όπως λέει και ο ποιητής «θα ‘ρθουν  και θα μας δικάσουν οι αγέννητοι νεκροί».

Μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης

Γράφει  ο  Κώστας Κατσακιώρης
Φιλόλογος – Φροντιστής – Συγγραφέας

   Η  Ελληνική κοινωνία  βρίσκεται στο κέντρο της βαθιάς, γενικευμένης σε όλα τα επίπεδα κρίσης. Βρίσκεται  στην καρδιά της παγκόσμιας οικονομικοκοινωνικής θύελλας που διασπά την κοινωνική συνοχή, παραλύει τους θεσμούς  και  τη δημόσια διοίκηση κι αφήνει πίσω της ερείπια.

Read More

Νυχτερινές σκέψεις

“The world would be cold without dreamers like us…”
  SCORPIONS
 
Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΟΥΜΑΛΗΣ
της Γ΄ Λυκείου, μαθητής του φροντιστηρίου
 
Ξεκλέβοντας λίγο από το χρόνο της Γ΄ Λυκείου και δραπετεύοντας για λίγες στιγμές από την τύρβη της καθημερινότητας, αποφασίζω να δω τα πράγματα από κάποια απόσταση. Είναι περασμένα μεσάνυχτα. Κάθομαι σ’ ένα αστέρι του ουρανού κι ακούω το αγέρι ψυχών που καίνε. Σκέφτομαι ότι άλλος θα κοιμάται, άλλος θα διαβάζει, άλλος θα ονειρεύεται κάτι απροσδιόριστο μα τόσο απτό, άλλος θα σκέφτεται πως να επιβιώσει μέσα σ΄ αυτόν τον κοινωνικοοικονομικό κυκεώνα, άλλος…

Read More

Οι πτυχές της σημερινής κρίσης

Γράφει ο Κώστας Κατσακιώρης
Φιλόλογος –Συγγραφέας

Κάπως άβολα και αμήχανα αισθάνεται ο προβληματισμένος ΄Ελληνας πολίτης – ίσως και αηδιαστικά ενίοτε – όταν καθημερινά εδώ και τόσους μήνες πληροφορείται τα πρωτοσέλιδα του διεθνούς και εγχώριου τύπου που μας κατατάσσουν στα τάρταρα του σύγχρονου κόσμου. Οι πληροφορίες είναι καταιγιστικές: η Ελλάδα ο ασθενής κρίκος της ευρωζώνης, μειώθηκε η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας μας, επισφαλή τα ελληνικά ομόλογα, οδηγούμαστε σε χρεωκοπία ή τα τζιτζίκια οι ΄Ελληνες καλά να πάθουν, είναι καλοπερασάκηδες και απατεώνες….
Όλη αυτή η δραματική κατάσταση μας φέρνει στο νου τους στίχους του Παλαμά στον 80 προφητικό λόγο από τον Δωδεκάλογο του Γύφτου που έγραψε το 1889 δύο μόλις χρόνια μετά από την ταπεινωτική ήττα από τους Τούρκους το 1887: … και θα πέσεις πατρίδα μου καημένη …. θα σε κλαιν τα νυχτοπούλια…

Read More