Ο σύγχρονος Ελληνισμός είναι παντού και βάλλεται από παντού, γιατί δεν έχει αξιόπιστους συμμάχους. Και δεν έχει αξιόπιστους συμμάχους, γιατί δώσαμε εμείς το δικαίωμα να μας θεωρούν δεδομένους και να μας αντιμετωπίζουν αποικιοκρατικά.
Δώσαμε την εντύπωση ότι για χάρη της δικής τους ”θωπείας” και προστασίας μπορούμε να γίνουμε έρμαιο των επιθυμιών τους και — δια των κυβερνήσεων που εκλέγουμε — να συμφιλιωθούμε με την αδυναμία αντίδρασης απέναντι σε αντιλαϊκές, αντιδημοκρατικές και αντεθνικές πολιτικές, οι οποίες έχουν την έγκρισή τους.
Το να γίνουμε έρμαιο των επιθυμιών τους, δυστυχώς, έχει μία και μόνο ανάγνωση δυσφημιστική για την ελληνική παρουσία και συμβολή στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γίγνεσθαι. Την ανάγνωση της οσφυοκαμψίας, της δουλικότητας, του ραγιαδισμού και της αναξιοπρέπειας των πολιτικών επιλογών μας.
Βασική αιτία γι’ αυτό είναι η χειμάζουσα εθνική μας συνείδηση, η αφύπνιση της οποίας θα μπορούσε να μας οδηγήσει στην εθνική αυτογνωσία και την ενότητα. Η πορεία προς την παρακμή, αναμφίβολα, ψαλίδισε τα φτερά του πατριωτισμού και της πίστης στις δυνατότητές μας εδώ και δεκαετίες.
Η οικονομική ανάγκη και η πνευματική κρίση συνέτειναν στο ”πάντες οι ομοπάτριδες να κείμεθα επί ξυρού ακμής των θλίψεων οδυνόμενοι επί τη χλεύη και καταφρονήσει της φιλτάτης ημών πατρίδος”, όπως είχε πει σε ομιλία του στην αρχή της δεκαετίας ο μητροπολίτης Εδέσσης Ιωήλ.
Που πάει να πει ότι φτάσαμε στο μη περαιτέρω της παρακμής μας, αφού μετατραπήκαμε από περήφανοι Έλληνες σε ”κύμβαλα αλαλάζοντα”, φερέφωνα μαζοποιημένα και όργανα εκμετάλλευσης ιδιοτελών συμφερόντων.
Και όλα αυτά μας συμβαίνουν σε καιρούς πολύ ”ενδιαφέροντες”. Άρα δύσκολους και επικίνδυνους για τον ελλαδικό και κυπριακό Ελληνισμό δεδομένης της αναζωπύρωσης του τουρκικού αναθεωρητισμού και των ελπίδων του για Θράκη, Αιγαίο και Κύπρο.
Οι εποχές των επικών αφηγήσεων του Ομήρου που ήταν το θεμέλιο του ελληνικού πολιτισμού στο απροσδιόριστο παρελθόν έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, δυστυχώς, παίρνοντας μαζί τους την πίστη για τα εθνικά ιδανικά και ιδεώδη, με πρώτο αυτό της εθελοθυσίας για την πατρίδα, της φιλοπατρίας.
– […] Η Πατρίδα είναι όλο το έθνος και εμείς, ο καθένας μας, είμαστε από ένα μόριο ασήμαντο του μεγάλου αυτού έθνους…”* λέει η Πηνελόπη Δέλτα περιγράφοντας τη δική μας ασημαντότητα μπροστά στη μεγαλοσύνη της Ελλάδας και του Ελληνισμού.
Φευ!.. Δεν συμμερίζονται προφανώς τη γνώμη της οι σύγχρονοι νέοι οι οποίοι δεν γαλουχήθηκαν με την αγάπη για την πατρίδα. Δεν ένιωσαν την πατρίδα σαν πνευματική πραγματικότητα που συνέχει τους ομοπάτριδες όπου γης ανεξάρτητα απ’ τους τοπικούς δεσμούς τους.
Δεν κατάλαβαν ότι η πατρίδα δεν είναι μονάχα οράματα και πάθη, όπως λέει ο λογοτέχνης-δοκιμιογράφος Γιώργος Θεοτοκάς. Είναι χειροπιαστά πράγματα και ίσως ακόμα πιο πολύτιμα απ’ αυτά. Είναι ο καπνός της εστίας του πατρικού μας σπιτιού. Η γη που γεννηθήκαμε, τα παραμύθια και τα τραγούδια που αγαπήσαμε, τα δέντρα που φυτέψαμε, τα λόγια αγάπης που πρωτακούσαμε και προφέραμε, οι τάφοι των γονιών που αποχαιρετήσαμε, τα σχολεία και η κοινωνία όπου γαλουχηθήκαμε.
Είναι τα όσια και τα ιερά που κληρονομήσαμε και οφείλουμε να τα διαιωνίσουμε. Όσια και ιερά που μας συνδέουν με το ιστορικό παρελθόν μας μέσω της ιστορικής μνήμης. Της μνήμης που κινδυνεύει να αλλοιωθεί απ’ την πολιτική, καθώς οι περισσότεροι εκπρόσωποί της είναι συχνά αμνήμονες. Δείχνουν να έχουν χάσει την εθνική ευαισθησία, που πάει πακέτο με την ηθική.
Μια ηθική στομωμένη και μια εθνική ευαισθησία απογυμνωμένη από ιδανικά και πνευματικές αξίες, πράγμα που αφήνει πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη του πολιτικού τυχοδιωκτισμού. Του τυχοδιωκτισμού που κάνει τους ηγέτες να παίζουν κορώνα γράμματα την τύχη της πατρίδας προς χάριν της ματαιοδοξίας τους ή του συμφέροντος των συμμάχων.
Τα δεδομένα αυτά — στα οποία θα πρέπει να προστεθεί και το εμπόριο της πατριδοκαπηλίας που έχει πολιτική σκοπιμότητα — πριμοδοτούν την αποξένωση των νέων από την πίστη τους στην πατρίδα παράλληλα με τη θρησκευτική.
– Η πίστη είναι το άλας της γης, έλεγε για την τελευταία ο Ρώσος μυθιστοριογράφος Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Το ίδιο και η πίστη στην πατρίδα.
Το ίδιο πιστεύαμε κι εμείς μέχρι πρότινος (2019), όταν — σε μια έρευνα της Gallup International (διεθνούς ένωσης δημοσκοπήσεων με έδρα τη Ζυρίχη, που καλούσε τους πολίτες να απαντήσουν στο ερώτημα: ”Θα πολεμούσατε για την πατρίδα σας;) αποκαλύφθηκε ότι μόνο το 54% των Ελλήνων είναι διατεθειμένο να πολεμήσει γι’ αυτήν. Το υπόλοιπο 46% (ποσοστό ιδιαίτερα ανησυχητικό) δήλωνε απρόθυμο να την υπερασπιστεί.
Και γι’ αυτό ευθύνεται η υποβάθμιση της παιδείας μας επί δεκαετίες. Τα ετεροβαρή εκπαιδευτικά προγράμματα που προωθούν την τεχνοκρατική γνώση χρόνια τώρα σε βάρος της θεωρητικής. Η αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος να εμπνεύσει την φιλοπατρία και να δώσει ώθηση στη δημιουργικότητα των μαθητών.
Η υπερβολική εξειδίκευση που περιορίζει – στα όρια του αναλφαβητισμού – τη γενικότερη γνώση. Η αποτυχία των εκπαιδευτικών νόμων να στηρίξουν το ”νους υγιής εν σώματι υγιεί” των αρχαίων προγόνων μας”. Η μέτρια έως κακή ποιότητα των βιβλίων. Η ανεπάρκεια δασκάλων και καθηγητών να καλλιεργήσουν τη φιλοπατρία στις ψυχές των μαθητών και πολλά άλλα.
Ένα απ’ αυτά τα τελευταία μάς ξαναγυρίζει και πάλι στις ευθύνες των πολιτικών. Ευθύνες για το γεγονός ότι δεν έχουν επαρκή εθνική συνείδηση η οποία να φρονηματίζεται και να παραδειγματίζεται απ’ την ελληνική ιστορία, σε βαθμό που οι πράξεις τους να εμπνέουν εμπιστοσύνη στον λαό και να σφυρηλατούν εθνική συνείδηση στους νέους.
Χωρίς να υπάρχει αυτή για να ανάψει τη φλόγα του ενθουσιασμού στις καρδιές τους όποτε κληθούν να υπερασπιστούν τα πάτρια εδάφη έναντι του εχθρού, δεν θα μπορούν οι πολιτικοί ταγοί να μας λένε ότι έχουν προετοιμάσει την ελληνική κοινωνία γι’ αυτό το σενάριο.
Η ιστορική μνήμη, άλλωστε — για την περίοδο πριν την πτώση της Βασιλεύουσας — επιβεβαιώνει ότι ο διχασμός και η κοινωνική παρακμή σκιάζουν δραματικά την εθνική συνείδηση και προτάσσουν την ατομική επιβίωση έναντι της εθνικής.
Τα δυσοίωνα σημάδια εκείνης της εποχής τα συναντάμε και σήμερα, δυστυχώς. Την έλλειψη εθνικής ομοψυχίας και στρατηγικής, την ανευθυνότητα των υπευθύνων και την ομολογία της αποτυχημένης κατευναστικής πολιτικής της Ελλάδας έναντι της αναθεωρητικής Τουρκίας, η οποία αποτυπώνεται ως ρητορική ερώτηση (εν είδει εξυπνακισμού), που κρύβει ανεπιτυχώς τον ψοφοδεή χαρακτήρα των πρώην και νυν Αξιωματούχων της πολιτικής ηγεσίας μας:
– Τι θέλετε, να κάνουμε πόλεμο με την Τουρκία;
Να, κάτι τέτοια ακούν οι Έλληνες νέοι και συνεχίζουν να φεύγουν από την Ελλάδα (700.000 έγιναν ήδη) αναζητώντας την τύχη τους στο εξωτερικό, την ίδια στιγμή που οι απαλλασσόμενοι απ’ τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις (ανυπότακτοι και ασθενείς) φτάνουν το 12%, με τη θητεία να παραμένει στους 9 μήνες για όσους επιλέξουν να εκπληρώσουν τη στρατιωτική τους υποχρέωση σε μονάδες της παραμεθορίου ή στις Ειδικές Δυνάμεις.
Δεν περιμένουμε φυσικά να δονεί την ατμόσφαιρα την ώρα της απευκταίας σύγκρουσης ένας νέου τύπου παιάνας πολεμικός σαν εκείνον που ακουγόταν στη Σαλαμίνα το 480 πΧ (”Ὦ παῖδες Ἑλλήνων, ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ‘, ἐλευθεροῦτε δέ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τε πατρῴων ἕδη θήκας τε προγόνων· νῦν ὑπέρ πάντων ἀγών”), την ίδια στιγμή που σήμανε την έφοδο του ελληνικού κατά του περσικού στόλου η σάλπιγγα του Ευρυβιάδη (Αισχύλος: ”Πέρσαι”, 402-405).
Αυτό όμως που περιμένουμε και ελπίζουμε είναι να έχουν την πρόνοια οι κυβερνήτες να προετοιμάσουν ψυχολογικά και ηθικά τον λαό για κάθε απευκταίο ενδεχόμενο, το οποίο δεν αποκλείεται στους επικίνδυνους καιρούς που ζούμε.
Να ρίξουν το βάρος στην ανύψωση του φρονήματός του, ώστε λαός και στρατός να αποκτήσουν πατριωτική συνείδηση και πίστη στην κομβική ιστορική συγκυρία που αντιμετωπίζουμε με τον Hannibal ante portas των νησιών του Αιγαίου. Πίστη ότι η υπεράσπιση της πατρίδας μας είναι υπέρτατο χρέος όλων μας και όχι τρέλα αυτοκαταστροφική, για να την αποφύγουμε δια της απόδρασης σε ξένα εδάφη…..