Γράφει ο Κώστας Κατσακιώρης
φιλόλογος – φροντιστής – συγγραφέας
29 / 3 / 2013
Είναι γεγονός ότι εδώ και τέσσερις χιλιάδες χρόνια σε τούτον τον τόπο μιλιέται συνεχώς και αδιαλείπτως μια γλώσσα, η Ελληνική. Είναι μια από τις πλουσιότερες και από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο. Βέβαια, στο διάβα της μέσα στον χρόνο εξελίχθηκε και εξελίσσεται, όπως κάθε ζωντανός οργανισμός, ικανοποιώντας τις ανάγκες των καιρών. Παραμένει όμως μια ενιαία γλώσσα, που διακρίνεται για τη μαθηματική της δομή, την κυριολεξία και την ακριβολογία της. Είναι νοηματική γλώσσα, ζωντανή και εκφραστική˙ είναι εύηχη και γεμάτη μουσικότητα, όπως τη χαρακτήριζε ο Ρωμαίος ποιητής Οράτιος. Κι αυτό ακριβώς υπογραμμίζει ο στίχος του Νικηφόρου Βρετάκου: «Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φως, θα ελιχθώ προς τα πάνω, όπως ένα ρυάκι που μουρμουρίζει. Κι αν κάπου ανάμεσα στους γαλάζιους διαδρόμους συναντήσω αγγέλους, θα τους μιλήσω ελληνικά, επειδή δεν ξέρουνε γλώσσες μιλάνε μεταξύ τους με μουσική».
Η γλώσσα μας και οι λέξεις της έχουν ιστορία και διάρκεια. Είναι συλλογικός καρπός των προηγουμένων γενεών. Καταγράφει και αποτυπώνει τις σκέψεις, τις ιδέες και τις αντιλήψεις τους, δηλαδή όλα τα πολιτισμικά στοιχεία της κάθε εποχής. Είναι συνυφασμένη με την ψυχή και την ιστορική συνέχεια του λαού μας ˙ είναι δηλωτικό στοιχείο της εθνικής μας ταυτότητας. Γι΄ αυτό η πλούσια γλωσσική μας παράδοση συνιστά ύψιστο αγαθό της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και πολύτιμο θησαυρό. Ταυτόχρονα όμως είναι παρακαταθήκη πολιτισμού και πηγή έμνευσης για ολόκληρη την ανθρωπότητα, αφού δάνεισε πολλές άλλες γλώσσες. O διαπρεπής γλωσσολόγος Francisco Adrados την αποκαλεί μητέρα των γλωσσών, ενώ αποκαλεί «κρυφοελληνικές» τις άλλες γλώσσες. «Ακόμα και σήμερα είναι ανεξάντλητη πηγή υλικών για τη δημιουργία επιστημονικών όρων» επισημαίνει το διεθνές λεξικό Webster’ s.
Δυστυχώς, όμως, παρατηρείται στην εποχή μας από πολλούς, ομιλούντες και γράφοντες, η κακοποίησή της. Παρατηρούνται δηλαδή γλωσσικοί βαρβαρισμοί και σολοικισμοί, αδυναμίες, ελλείψεις και αστοχίες, κι αυτό το γεγονός είναι ανησυχητικό. Από την άλλη είναι πιο ανησυχητική η ευρύτατη χρήση των γκρίκλις, όπως έχει επικρατήσει να λέγεται αυτή η ιδιαίτερη ιδιόλεκτος. Πρόκειται για μια «γλωσσική σαλάτα», όπου μεταγράφονται ελληνικά κείμενα στο αγγλικό αλβάβητο και γίνεται χρήση κατεξοχήν αγγλικών λέξεων ή συλλαβών και καταλήξεων μαζί με ελληνικές. Είναι μια μυητική, κρεολική αργκό, που υιοθετείται όχι μόνο από τους εφήβους, αλλά και από μεγαλυτέρους σε ηλικία ανθρώπους σπουδαγμένους, επιστήμονες, τεχνοκράτες. Στο σύγχρονο επικοινωνιακό περιβάλλον, στους χώρους εργασίας, στα ΜΜΕ και κυρίως στο Διαδίκτυο τα γκρίκλις κερδίζουν έδαφος. Η επικράτηση τυποποιημένων – στερεοτυπικών εκφράσεων τείνει να γίνει μόδα, ποπ κουλτούρα. Και το πιο ανησυχητικό από όλα είναι ότι αυτή η εισβολή ξένων λέξεων, κυρίως της αγγλικής, τη στιγμή που υπάρχουν ακριβέστερες και εκφραστικότερες ελληνικές λέξεις, αλλά και η χρήση των γκρίκλις γίνεται με τη δική μας ανοχή και με απενοχοποιημένη συναίνεση.
Βέβαια, πίσω απ’ αυτή τη συναίνεση μπορεί κανείς να διακρίνει ταυτόχρονα με την ξενομανία μας και τα συμπλέγματα μειονεξίας και μιμητισμού που μας χαρακτηρίζουν, τη λεξιπενία, την ελλιπή γλωσσική – ανθρωπιστική παιδεία. Οι έφηβοι συγκεκριμένα υιοθετούν τη «δική τους» αργκό, ίσως για να διαφοροποιηθούν από τις άλλες γενιές ή για λόγους επίδειξης και ψευτομοντερνισμού. Οι μεγαλύτεροι αποδέχονται τα γκρίκλις, για να καλύψουν πρωτίστως τις δικές τους γλωσσικές ανεπάρκειες. Ίσως και να τους είναι πιο βολικά, πιο ακίνδυνα μέσα στο κοσμοπολίτικο περιβάλλον, όπου είναι ιδιαίτερα δυσχερής η διατήρηση της ιδιαίτερης ταυτότητας. Άλλωστε, στην ψηφιακή εποχή μας και στο διεθνές περιβάλλον της εργασίας είναι κυρίαρχο το υλιστικό, τεχνοκρατικό πνεύμα και ο ιμπεριαλισμός της αγγλικής γλώσσας.
Όμως, η παραμόρφωση και κακοποίηση της γλώσσας μας δυσχεραίνει την επικοινωνία, δημιουργεί στρεβλώσεις, που νοθεύουν τις σχέσεις μας. Συνιστά πολιτιστική άλωση, που επιφέρει την υπαρξιακή αλλά και εθνική συρρίκνωση, γιατί η γλώσσα υπερβαίνει την τάξη του οργάνου, του εργαλείου και περνά στο επίπεδο της ηθικής, ατομικής και κοινωνικής αξίας˙ είναι πνευματική, νοητική διεργασία. Άλλωστε ο λόγος για τους αρχαίους προγόνους μας σήμαινε σκέψη και ομιλία, μια άρρηκτη, αμφίδρομη σχέση. Η τυποποίηση, λοιπόν, στο λόγο αναπόφευκτα συνιστά τυποποίηση της σκέψης, οδηγεί στην υποταγή της. Και η υποταγμένη σκέψη είναι ομοιόμορφη, απολίτικη, απόλυτα χειραγωγημένη σκέψη.
Για όλους αυτούς του λόγους είναι ανάγκη να αντισταθούμε στον γλωσσικό εκφυλισμό, να κλείσουμε τις κερκόπορτες αυτής της άλωσης και τα αυτιά μας στις σειρήνες της ξενομανίας και του ψευτομοντερνισμού. Κι αυτό επιβάλλει μια πανεθνική κινητοποίηση και επαγρύπνηση όλων των πνευματικών ανθρώπων και των πολιτιστικών φορέων με την ανάλογη ευαιασθητοποίηση και συνεπικουρία των ΜΜΕ. Προϋποθέτει ουσιαστικές εκπαιδευτικές – πολιτιστικές πρωτοβουλίες, ώστε να γίνουν κατανοητοί απ’ όλους οι κίνδυνοι, που συνεπάγεται αυτός ο γλωσσικός εκβαρβαρισμός, και να καλλιεργηθεί συστηματικά ο σεβασμός στη γλώσσα μας.
Και εννοείται βέβαια ότι σε μια τέτοια εθνική εγρήγορση ο ρόλος του σχολείου είναι και πρέπει να είναι πρωταρχικός, γιατί μπορεί να αναδείξει τη σημασία της μητρικής μας γλώσσας και να καλλιεργήσει το σεβασμό στις αρχές της επικοινωνίας. Μπορεί να συμβάλει στην άρτια εκμάθησή της, δηλαδή στη σωστή εφαρμογή των κανόνων της και στη γνώση του λεκτικού της πλούτου. Μπορεί και πρέπει να δώσει τη δυνατότητα στις νέες γενιές να γίνουν καλοί χειριστές του λόγου, να κυριολεκτούν και να ακριβολογούν. Μπορεί και πρέπει να καταδείξει ότι η γλωσσομάθεια είναι προσόν και επιτακτική ανάγκη στην παγκοσμιοποιημένη εποχή μας, αλλά τα γκρίκλις όμως διαστρέφουν τη γλώσσα μας ˙ δεν είναι απόδειξη γλωσσομάθειας, αλλά γλωσσικής παραμόρφωσης.
Για να επιτύχει το σχολείο αυτόν τον μείζονα ρόλο βασική προϋπόθεση είναι η ουσιαστική αναβάθμιση των γλωσσικών μαθημάτων. Πρέπει να δοθεί έμφαση στη σωστή διαδασκαλία της αρχαίας και νέας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας, με τρόπο που να αξιοποιείται η κριτική σκέψη και να αναπτύσσονται οι διανοητικές ικανότητες των μαθητών. Να πλουτίζουν δηλαδή τον λεκτικό τους κώδικα, να μαθαίνουν να σκέπτονται και να δομούν το λόγο, ώστε να διατυπώνουν με σαφήνεια και ενάργεια τις σκέψεις τους.
Επιβάλλεται, λοιπόν, να γίνει μια άλλη προσέγγιση της γλώσσας μας χωρίς τις ολέθριες εμμονές στη στείρα απομνημόνευση. Είναι απαράδεκτος ο τρόπος με τον οποίο επιχειρείται η διδασκαλία του μαθήματος της Έκθεσης από κάποιους, οι οποίοι παρακινούν τους μαθητές στην απομνημόνευση προλόγων, επιλόγων και ολόληρων κειμένων-εκθέσεων. Αυτό μου θυμίζει τις συνταγές μαγειρικής (δεν διαφέρουν άλλωστε και πολύ από τους «συνταγολόγους») και δεν είναι καν διδασκαλία, είναι γλωσσική τύφλωση. Στην ουσία η Έκθεση μετατρέπεται από μάθημα πνευματικής δημιουργίας σε φορμαλιστική, τυπολατρική, μηχανιστική διαδικασία, που απωθεί, αντί να γοητεύει. Η ουσιαστική διδασκαλία προϋποθέτει διευρυμένους γνωστικούς ορίζοντες, τεχνικές και μεθόδους προβληματισμού, γόνιμη διαλεκτική προσέγγιση και μύηση του μαθητή στη δημιουργική σκέψη και γραφή.
Αλλά είναι εξίσου στρεβλός και ο τρόπος διενέργειας συγκεκριμένων τέστ αξιολόγησης στα γλωσσικά μαθήματα, γιατί συνήθως επιβραβεύονται οι μαθητές εκείνοι που απομνημονεύουν ανάλογα βοηθήματα που κυκλοφορούν ευρέως στο εμπόριο. Στην ουσία μαθαίνουν να παπαγαλίζουν από τις πρώτες μάλιστα τάξεις του Δημοτικού. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στους πανελλήνιους διαγωνισμούς (σχολικούς και άλλους) γραφής διηγήματος ή δοκιμίου ή ακόμα και εκθέσεων για την αξιολόγηση των μαθητών, όπως για παράδειγμα γίνεται, προκειμένου να λάβουν μέρος στη Βουλή των εφήβων. Μ’ αυτόν τον τρόπο εκφυλίζονται οι ίδιοι οι θεσμοί αξιολόγησης και αριστείας, γιατί στην πράξη συχνά επιβραβεύεται όποιος αντιγράφει επιτηδευμένα ή έχει την κατάλληλη πρόσθετη βοήθεια στο σπίτι. Γι’ αυτό απαιτείται να σπάσουμε εδώ και τώρα το απόστημα της παπαγαλίας. Αυτές οι διαδικασίες αξιολόγησης-επιβράβευσης πρέπει να γίνουν αδιάβλητες, να διενεργούνται με τη δέουσα σοβαρότητα εντός του σχολείου σε ανύποπτο χρόνο και χωρίς προειδοποίηση, ώστε να αναδεικνύονται επιτέλους όσοι αυτενεργούν και αξίζουν πραγματικά την επιβράβευση.
Είναι ανάγκη να επιδιώξουμε τη μεθοδική οικείωση των μαθητών με τους δομολειτουργικούς κανόνες της γλώσσας μας, με τη σκέψη και το λόγο, με τα ανέσπερα κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Αυτό ασφαλώς προϋποθέτει τη συγγραφή κατάλληλων σχολικών εγχειριδίων, την ουσιαστική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών σε σύγχρονες μεθόδους διαδασκαλίας, καθώς και τη χρήση των πολυμέσων και των νέων τεχνολογιών, που σαγηνεύουν με τη δύναμη της εικόνας, εξάπτουν το ενδιαφέρον των μαθητών και δημιουργούν ιδανικές συνθήκες μάθησης.
Αναμφίβολα, η γλώσσα μας είναι πολύτιμο αγαθό και πρέπει να τη διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού, ιδιαίτερα στην εποχή μας που επιχειρείται η λοβοτομή της σκέψης και η δημιουργία απολιτικοποιημένων όντων-καταναλωτών μέσα σε ένα πολιτισμικά ομογενοποιημένο περιβάλλον. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας και το γεγονός ότι σύμφωνα με τους γλωσσολόγους ανήκει στις γλώσσες περιορισμένης εμβέλειας, δηλαδή στις γλώσσες που μιλούν λίγα εκατομμύρια ανθρώπων στον κόσμο, τότε γίνεται αδήριτη ανάγκη η προστασία της. Είναι εθνική υπόθεση η περιφρούρηση της ιστορικής μνήμης και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και το γεγονός αυτό απαιτεί την προσήκουσα μέριμνα.-