Γράφει ο Κώστας Κατσακιώρης
Φιλόλογος – Φροντιστής – Συγγραφέας
Η Ελληνική κοινωνία βρίσκεται στο κέντρο της βαθιάς, γενικευμένης σε όλα τα επίπεδα κρίσης. Βρίσκεται στην καρδιά της παγκόσμιας οικονομικοκοινωνικής θύελλας που διασπά την κοινωνική συνοχή, παραλύει τους θεσμούς και τη δημόσια διοίκηση κι αφήνει πίσω της ερείπια.
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες αποσαρθρώθηκε πλήρως ο παραγωγικός της ιστός, ρήμαξε κυριολεκτικά ο πρωτογενής τομέας παραγωγής, οι εξαγωγές μειώθηκαν, τα ελλείμματα αυξήθηκαν κατακόρυφα και η χώρα βούλιαξε στα χρέη. Ζούσαμε στην αυταπάτη της πλασματικής ευημερίας, την οποία οι πολιτικοί συστηματικά μάς απέκρυβαν και που τώρα βιώνουμε όλοι τις επιπτώσεις της, οργισμένοι και αποσβολωμένοι, γιατί τα όνειρα μετατρέπονται σε εφιάλτες.
Βέβαια, δεν κομίζω γλαύκα εις Αθήνας. Όλα αυτά είναι γνωστά πια σε όλους και έχουν αναλυθεί κατά κόρον από ειδικούς και μη. Μπήκαμε στο μάτι του κυκλώνα, ενός κυκλώνα που δε λέει να κοπάσει, αν δεν χορτάσουν με αίμα και σάρκα οι διψασμένες αδηφάγες «αγορές», που είναι πανίσχυρες και καθορίζουν τις τύχες των λαών. Οι αγορές; Οι αγορές και οι οίκοι αξιολόγησης που εσχάτως μπήκαν για τα καλά στην καθημερινότητά μας, αφού πια μιλάμε για χρηματιστηριακό καπιταλισμό, για καπιταλισμό καζίνο. Τι ειρωνεία!!! Χάνουν και οι λέξεις στο χρόνο τη σημασία τους. Η λέξη αγορά στην αρχαία Ελλάδα σήμαινε το χώρο των λαΐκών συνελεύσεων – εξ ου και αγορεύω, αγορητής – όπου γινόταν πολιτικές, φιλοσοφικές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις και όπου η έννοια της ενεργούς συμμετοχής του πολίτη στα κοινά σαρκώνονταν καθημερινά, αποκτώντας νόημα και περιεχόμενο.
Η κοινωνία μας βρίσκεται σε ηθική, πολιτική, θεσμική παράλυση και παρακμή. Αυτός ο κυκεώνας των προβλημάτων θολώνει τον νου, παραλύει κάθε μελλοντικό σχεδιασμό και προοπτική, μας γεμίζει απελπισία. και γίνεται πέλεκυς βαρύς κι ανελέητος. Όλα αυτά που ζούμε είναι τα θλιβερά επακόλουθα της ανερμάτιστης πολιτικής δεκαετιών. Μιας κάκιστης, λαΐκίστικης πολιτικής που στηρίχτηκε κυρίως στην ταύτιση του κράτους με το κόμμα. Αυτή η κομματοκρατία που εφαρμόστηκε σ’ όλα τα πεδία ισοπέδωσε αξίες, προβίβασε σαλτιμπάγκους και τυχοδιώκτες σε μέντορες της πολιτικής ζωής του τόπου και σε τρωκτικά του δημόσιου πλούτου, καταβαραθρώνοντας ό,τι στέρεο και πολύτιμο υπήρχε ως παρακαταθήκη από τις προηγούμενες γενιές. Κι όλα αυτά έγιναν στο όνομα της δημοκρατίας, που την καπηλεύτηκαν στο έπακρο διάφορα λαμόγια, αργυρώνυτοι πολιτικοί, επαγγελματίες συνδικαλιστές – συχνά μειοψηφίες – και ένας εσμός συμβούλων και παρασυμβούλων που σιτίζονταν πλουσιοπάροχα από το πρυτανείο της εξουσίας.
Ακόμα και τώρα που βρισκόμαστε σ΄ αυτή τη δυσχερή θέση και το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα έχει απονομιμοποιηθεί στη συνείδηση των περισσοτέρων, οι πολιτικοί μας έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους το κομματικό τους μαγαζάκι, την προσωπική τους πολιτική επιβίωση. Σκυλεύουν πάνω στο πτώμα που λέγεται Ελλάς. Λειτουργούν σαν να μην έχει συμβεί τίποτε σ’ αυτόν τον τόπο, που ο λαός βρίσκεται στη μέγγενη της ανέχειας, που οι αυτοκτονίες των απελπισμένων αυξάνονται, που η ανεργία καλπάζει και ορθώνεται ως υπαρξιακό αδιέξοδο, πνίγοντας τα όνειρα των νέων. Γι’ αυτό και στις προηγούμενες εκλογές δεν μπόρεσαν να συνεννοηθούν, να βρουν μια κοινή συνισταμένη που να έδινε κάποια προοπτική στη χώρα.
Εδώ που φθάσαμε λοιπόν ισχύει η λαϊκή ρήση «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα». Το δίλημμα σαφές: μνημόνιο ή αντιμνημόνιο, ευρώ ή δραχμή. Και η απαισιοδοξία διάχυτη. Από πού να αντλήσει δύναμη και αισιοδοξία ο Νεοέλληνας; Από τις κούφιες αξίες και τα κάλπικα ιδανικά που επικράτησαν τις τελευταίες δεκαετίες και που τώρα χάσκουν σαν ξεφτισμένα κουρέλια, σαν σκιάχτρα, απομεινάρια της καταναλωτικής μας υστερίας που στομώναμε με δανεικά; Από τα κόμματα και τους πολιτικούς μας, που στην συντριπτική πλειονότητά τους συνέργησαν σ΄ αυτό το όργιο και μας οδήγησαν στο χείλος της αβύσσου και που τώρα ζητάνε την ψήφο μας σαν έμπρακτη συγχώρεση των ανομημάτων τους; Από τους θεσμούς που είναι απαξιωμένοι και εν πολλοίς χρεωκοπημένοι, γιατί και αυτοί κομματικοποιήθηκαν και ποδοπατήθηκαν επαίσχυντα; Από πού λοιπόν να αντλήσουμε αισιοδοξία, όταν η χώρα μας διασύρεται διεθνώς, όταν έχει γίνει περίγελος της οικουμένης και ντρέπεσαι να λες ότι είσαι Έλληνας.
Ευτυχώς που μέσα σ’ αυτή τη μαυρίλα ακούγεται και κανένας λόγος παραμυθίας από κάποιους ελληνομαθείς ξένους που τρέφουν φιλελληνικά αισθήματα και δείχνουν αμέριστη συμπαράσταση και μας στηρίζουν, όπως έκαναν πολλοί Ευρωπαίοι με τις κινητοποιήσεις τους υπό το γενικό σύνθημα «είμαστε όλοι Έλληνες» ή προσφάτως ο νομπελίστας γερμανός συγγραφέας Γκύντερ Γκρας με το γνωστό ποίημά του «Η ντροπή της Ευρώπης» απευθυνόμενος στους Ευρωπαίους επισημαίνει … «ανόητη, θα μαραθείς δίχως τη χώρα που το δικό της πνεύμα εσένα, Ευρώπη, επινόησε». Αλλά πολύ φοβάμαι ότι αυτά δεν συγκινούν καθόλου τους γερμανούς άτεγκτους διαχειριστές του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος (Μέρκελ, Σόϊμπλε και άλλους), που επιμένουν στα σκληρά μέτρα λιτότητας και στην πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, λες και δεν βλέπουν ότι αυτή έχει καταπνίξει την οικονομία, αυξάνει τα ελλείμματα και δεν δίνει προοπτικές εξόδου από την κρίση.
Βρισκόμαστε κυριολεκτικά μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης. Πιστεύω πως μόνο από εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις που δεν μιθριδάτησαν σ΄ αυτό το σάπιο καθεστώς, αλλά που κράτησαν ψηλά τη σημαία του ήθους, της εργατικότητας, της αξιοπρέπειας και της εντιμότητας μπορεί να αναδυθεί το καινούργιο. Γιατί σε τελική ανάλυση δεν ισχύει η παγκάλεια ρήση «όλοι μαζί τα φάγαμε»! Αλλά για την ώρα αυτές οι δυνάμεις δεν είναι σχηματοποιημένες, αφού κι εδώ το πεδίο είναι κλειστό. Γι΄ αυτό γεννιέται βασανιστικά το ερώτημα: Που βρίσκεται το καινούργιο; Έχει διαμορφωθεί; Όχι βέβαια. Ένα είναι σίγουρο, ότι το παλιό πέθανε, η μεταπολίτευση έκλεισε με πάταγο τον κύκλο της. Αλλά το καινούργιο δεν έχει ακόμη γεννηθεί. Ίσως επειδή το πολιτικό σύστημα συνεπικουρούμενο από τους βαρόνους των ΜΜΕ θέλει να ελέγξει αυτό που οσονούπω γεννιέται. Γι’ αυτό οι εκλογές της Κυριακής 17 Ιουνίου είναι καθοριστικές για το μέλλον του τόπου, γιατί θα διαμορφώσουν το νέο πολιτικό σκηνικό. Θα αναδείχθούν πρόσωπα που θα αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και θα μπορέσουν να πάρουν στους ώμους τους το βαρύ φορτίο της ανασύνταξης της χώρας ή όχι; Ίδωμεν, Κυριακή κοντή γιορτή.